προϊλάσκομαι

προϊλάσκομαι
Α
καταπραΰνω κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἱλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”